- ἐκδώσει
- ἐκδίδωμιgive upfut ind mid 2nd sgἐκδίδωμιgive upfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Βεντότης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1757 – Βιέννη 1795). Τυπογράφος, εκδότης και δημοσιογράφος. Μετά τη συμπλήρωση της εκπαίδευσής του στη Ζάκυνθο, μετανάστευσε στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου εργάστηκε στο τυπογραφείο του Νικόλαου Γλυκύ. Στην Ιταλία… … Dictionary of Greek
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… … Dictionary of Greek
Σπίνι, Τζιόρτζιο — (Spini). Ιταλός ιστορικός (Φλωρεντία 1916). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μεσίνα απ’ όπου αποφοίτησε το 1959 και δίδαξε σαν υφηγητής ιστορία στη Φλωρεντία. Έχει εκδώσει πολυάριθμες εργασίες αξιόλογες ιδιαίτερα στον πολιτικο θρησκευτικό τομέα. Απ’ … Dictionary of Greek
άκτα — Εκκλησιαστικά κείμενα της Δυτ. Εκκλησίας στα οποία περιγράφονται όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τα μαρτύρια των αγίων. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη acta που σημαίνει πράξεις. Acta Sanctorum (Πράξεις αγίων). Τεράστια… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… … Dictionary of Greek
βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική … Dictionary of Greek
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek